φανατίζω — φανατίζω, φανάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φανατίζω — φανάτισα, φανατίστηκα, φανατισμένος, κάνω κάποιον φανατικό (βλ. λ.), εμπνέω σε κάποιον φανατισμό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφανάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν κατέχεται από φανατισμό 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον φανατίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φανατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αφιονίζω — [αφιόνι] 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι 2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώ β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω … Dictionary of Greek
ντοπάρω — 1. χορηγώ ή κάνω χρήση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες προκειμένου να πετύχω καλύτερη επίδοση 2. μτφ. α) διεγείρω, εξάπτω («με τις συμβουλές του μέ ντοπάρησε εν όψει τών εξετάσεων») β) φανατίζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
αφιονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ποτίζω με αφιόνι, αποκοιμίζω, φανατίζω: Τον έχουν αφιονίσει με τις λεγόμενες προοδευτικές ιδέες. Ουσ. αφιόνισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)